dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναπηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrechlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναπηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Invalidität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναπηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Körperbehinderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)