dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανανεώσιμη ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
erneuerbare Energie
Ⓦ
Ⓖ
…