dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerrufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Totschlag begehen
Ⓦ
Ⓖ
…