dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ανήλικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Minderjährige
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ανήλικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jugendliche
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανήλικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
minderjährig
Ⓦ
Ⓖ
…