dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αμμωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salmiakgeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αμμωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ammoniak
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)