dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungesprächig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mundfaul
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweigsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wortlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweigend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wortkarg
Ⓦ
Ⓖ
…