dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλμυρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salzgehalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αλμυρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Salzigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…