dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αλλεργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allergisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αλλεργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überempfindlich
Ⓦ
Ⓖ
…