dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλλαγή προσωπικότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Persönlichkeitsveränderung
Ⓦ
Ⓖ
…