dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ακρωτηριασμός ποδιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beinamputation
Ⓦ
Ⓖ
…