dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ακρωτηριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstümmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακρωτηριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amputieren
Ⓦ
Ⓖ
…