dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ακουστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
akustisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ακουστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hörer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακουστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gehör-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)