dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ακουστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Telefonhörer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ακουστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hörer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ακουστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hörgerät
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ακουστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kopfhörer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)