dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ακεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Integrität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Redlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unantastbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)