dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ακαταστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακαταστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durcheinander
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακαταστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unbeständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…