dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αιτιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιτιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
motivieren
Ⓦ
Ⓖ
…