dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αισθητική αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
ästhetische Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…