dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αιμοβόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blutdürstig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αιμοβόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blutgierig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αιμοβόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blutrünstig
Ⓦ
Ⓖ
…