dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αθέτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αθέτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zahlungsverzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αθέτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verletzung
Ⓦ
Ⓖ
…