dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αερολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
faseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwätzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ins Blaue hineinreden
Ⓦ
Ⓖ
…