dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αειφόρος ανάπτυξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
dauerhafte Entwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…