dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αδιαφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
desinteressiert sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδιαφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichgültig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδιαφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kein Interesse zeigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδιαφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich nicht kümmern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδιαφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kein Interesse haben
Ⓦ
Ⓖ
…