dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αδελφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüderlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)