dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αγύριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht zurückzugeben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγύριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
noch nicht zurückgekehrt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγύριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwiederbringlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγύριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht gewendet
Ⓦ
Ⓖ
…