dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αγωγιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leitfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αγωγιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leitungsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγωγιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leitvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…