dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αγνότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Keuschheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αγνότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reinheit
Ⓦ
Ⓖ
…