dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermütig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arrogant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
edel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochmütig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
imposant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγέρωχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stolz
Ⓦ
Ⓖ
…