dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αγάπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αγάπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anhänglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αγάπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebhaberei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αγάπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuneigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)