dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αβαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiffbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αβαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Havarie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αβαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…