dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ίλιγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwindel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ίλιγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schwindelgefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ίλιγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Taumel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)