dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ένστικτο της αυτοσυντήρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbsterhaltungstrieb
Ⓦ
Ⓖ
…