dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
έλλειψη τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lebensmittelmangel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έλλειψη τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ernährungsmangel
Ⓦ
Ⓖ
…
έλλειψη τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nahrungsmittelknappheit
Ⓦ
Ⓖ
…