dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
έλλειψη εργατικού δυναμικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitskräftemangel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έλλειψη εργατικού δυναμικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mangel an Arbeitskräften
Ⓦ
Ⓖ
…