dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sitz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wohnsitz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pult
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verwaltungssitz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Seite
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesäß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehrstuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Facette
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)