dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άδεια παραμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufenthaltserlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια παραμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufenthaltsgenehmigung
Ⓦ
Ⓖ
…