dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εξόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausreisegenehmigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εξόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Freigang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εξόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausreiseerlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…