dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einreisegenehmigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Passierschein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)