dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Welt-Handelsorganisation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Welthandelsorganisation
Ⓦ
Ⓖ
…