dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feile
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschwätz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
Λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lima
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nagelfeile
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwätzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)