dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Αυστριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Österreicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυστριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
österreichisch
Ⓦ
Ⓖ
…