dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überzeugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)