dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατακλύζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατανικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπερισχύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)