dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παραβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übersehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αβλεπτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übersehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράβλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Übersehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)