dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
δημόσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δημοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δημόσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δημοσίως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)