dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εξωτερικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
äußerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
προς τα έξω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
äußerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)