dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λιποτάκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überläufer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτόμολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überläufer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überläufer
Ⓦ
Ⓖ
…