dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπερεκτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überbewertung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überbewertung
Ⓦ
Ⓖ
…