dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blockieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbarrikadieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzäunen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versperren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)