dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
attackieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestürmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergewaltigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτίθεμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)