dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χόμπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hobby
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hobby
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)